prevarication$63809$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

prevarication$63809$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Prevaricator; Prevaricate; Prevaricated; Prevaricates; Prevaricating; Prevarications; Prevarication (disambiguation)

prevarication      
n. υπεκφυγή, ανακρίβεια, διαστροφή, στρεψοδικία

Ορισμός

Prevaricator
·noun One who prevaricates.
II. Prevaricator ·noun One who betrays or abuses a trust.
III. Prevaricator ·noun A sham dealer; one who colludes with a defendant in a sham prosecution.

Βικιπαίδεια

Prevarication

Prevarication is avoidance of the truth. Prevarication can include, or be part of:

  • Deception
  • Evasion (ethics)
  • Waffle (speech)